- αργολογώ
- (ε) 1. αμετ. болтать; вести пустые, бесплодные разговоры;2. (α) μετ. отрезать неплодоносящий росток, побег (виноградной лозы)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αργολογώ — ἀργολογῶ ( έω) (AM) λέω ανόητα και περιττά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (ΙΙ) + λογώ < λογος] … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek